πνευματώδης

πνευματώδης
spirituel

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πνευματώδης — like wind masc/fem acc pl (attic epic doric) πνευματώδης like wind masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πνευματώδης like wind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …   Dictionary of Greek

  • πνευματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο έξυπνος, ο ευφυής, ο γεμάτος πνεύμα: Πνευματώδη αστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνευματωδέστερον — πνευματώδης like wind adverbial comp πνευματώδης like wind masc acc comp sg πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώδη — πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πνευματώδης like wind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πνευματώδης like wind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστατον — πνευματώδης like wind masc acc superl sg πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώδεις — πνευματώδης like wind masc/fem acc pl πνευματώδης like wind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέσταται — πνευματώδης like wind fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστερα — πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστεραι — πνευματώδης like wind fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστεροι — πνευματώδης like wind masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”